Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Μανόλης Αναγνωστάκης.




Στο παιδί μου...


Στο παιδί μου δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Και του μιλούσανε για Δράκους και για το πιστό σκυλί
Για τα ταξίδια της Πεντάμορφης και για τον άγριο λύκο

Μα στο παιδί δεν άρεσαν ποτέ τα παραμύθια

Τώρα, τα βράδια, κάθομαι και του μιλώ
Λέω το σκύλο σκύλο, το λύκο λύκο, το σκοτάδι σκοτάδι,
Του δείχνω με το χέρι τους κακούς, του μαθαίνω
Ονόματα σαν προσευχές, του τραγουδώ τους νεκρούς μας.

Α, φτάνει πια! Πρέπει να λέμε την αλήθεια στα παιδιά.


Από τη συλλογή Ο στόχος (1970) 

              ----                             ----                              ----                  ----


Το καινούριο τραγούδι


Ακόμα πιο κοντά· και δε θα σπάσουν αν δεν σπάσουν τώρα τα δεσμά σου
Δε θα μπορούμε να ρωτήσουμε τη διψασμένη αγωνία μας:
Γιατί δεν πεθαίνουνε πια αυτές οι μέρες που μας λεηλάτησαν τόσο;
Ή στο χρόνο π’ αρχίσαμε ν’ αγαπούμε σαν άντρες και τα κορίτσια τραβούσαν το χέρι τους χωρίς να ξέρουν το γιατί
Κι όμως, ίσως να ’τανε κι ωραίο, σαν ένα βιβλίο ανοιχτό, να περνούσανε οι ώρες αθόρυβα τριγυρισμένες ασφάλεια
Και να ξεχάσουμε το θάνατο εμείς που ζηλέψαμε τις πεταλούδες μες στις καλοκαιριάτικές μας αναμνήσεις.
Μια μέρα θα γράψω την ιστορία των χρόνων μου
Ένας κήπος μ’ άδικα κομμένα άγουρα ρόδα
Μια θάλασσα που ταξιδεύουνε τα πλοία χωρίς προορισμούς
Πρόσωπα σπαταλημένα την εποχή που κατόρθωσαν ν’ αγγίξουν ελαφρά μια συνετά φυλαγμένη πτυχή μας
Πρόσωπα που ’ταν για μας η στοργή τους πληγή· αυτά θα σου γράψω.
Στο μεταξύ στις όχθες των μεσημεριάτικών ποταμιών δεν κοιμούνται πια οι χλομοί Νάρκισσοι με τις αθώες τους ευαίσθητες ψυχές
Στη στέρνα του πάρκου τα παιδάκια δεν ταξιδεύουν πια τις δροσερές τους χίμαιρες πάνω στα χάρτινα μικρά τους καράβια
Θυμούμαι την κρυφήν αγωνία μας: το σφίξιμο στη θέα του πρώτου κίτρινου φύλλου που μας άφηνε μιαν ολόπικρη γεύση στο στόμα.
Φτάνει πια αυτές οι μέρες που μας κούρασαν τόσο
(Οδυνηρές παραστάσεις άυλων οραμάτων)
Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας
Τα κορίτσια που ερωτεύονται την ίδια τους μορφή στον καθρέφτη και προσμένουν να λικνίσουν τ’ αβρά όνειρά τους.
Μες στις μεγάλες πλατείες οι άνθρωποι αγαπούν ορμητικά και πεθαίνουν
Τρέχουν, τα λόγια τους βαραίνουν πρόωρα, οι καρδιές τους σφυροκοπούν σαν το μέταλλο
Μες στα πολύβοα λιμάνια κατέβηκα και γέμισα το στήθος μου ομίχλη στις αποβάθρες που δε θέλουν να γεράσουν
Κατέβηκα να σου φέρω την αγάπη που τόσο σου ζήτησα και τη γυρεύω με λαχτάρα
Στα σκοτεινά πλοία που ρίχνουν την άγκυρα, φορτωμένα πελαγίσιες εικόνες και κάρβουνο
Στις χαμηλές κάμαρες των πανύψηλων οικοδομών που κρατούν τη φωτιά και το μυστήριο
Και τα ρολόγια χτυπούν ρυθμικά. Δεν έχω καιρό.
Μοναδική της αγωνίας μου οπτασία.
Στα κατώφλια των γκρεμισμένων σπιτιών νικημένοι στρατιώτες περιμένουν χωρίς ελπίδα το γυρισμό
Στ’ άδεια κρανία τους πλανιούνται εναγώνιες κραυγές
Η φρίκη της άδικης μάχης σκοτώνει τις εφιαλτικές τους ώρες
Λέξεις χλομές συνθέτουν πληγωμένα ελεγεία
Κι εγώ ονειρεύομαι μια μέρα πατώντας πάνω στους νεκρούς μου στίχους να τονίσω με κόκκινα γράμματα (νικητήριες σάλπιγγες) το καινούριο μου τραγούδι.
Από τη συλλογή Εποχές (1945)


Αποσπάσματα απο ''Το Περιθώριο 68-69'
' θα διαβάσετε εδώ: tadelfia: Μανόλης Αναγνωστάκης. '68- '69 Το Περιθώριο.
Αντίστοιχα διαβάστε για τον Αναγνωστάκη: Αναγνωστάκης Μανόλης

για περισσότερα ποιήματα: Μανόλης Ἀναγνωστάκης - Ποιήματα


             ---                   ---                          ---                            ----

ΜΙΛΩ...
Μιλώ για τα τελευταία σαλπίσματα των νικημένων στρατιωτών
Για τα κουρέλια από τα γιορτινά μας φορέματα
Για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες
Μιλώ για τα λουλούδια που μαραθήκανε σους τάφους και τα σαπίζει η βροχή
Για τα σπίτια που χάσκουνε δίχως παράθυρα σαν κρανία ξεδοντιασμένα
Για τα κορίτσια που ζητιανεύουν δείχνοντας στα στήθια τις πληγές τους
Μιλώ για τις ξυπόλυτες μάνες που σέρνονται στα χαλάσματα
Για τις φλεγόμενες πόλεις τα σωριασμένα κουφάρια σους δρόμους
Τους μαστροπούς ποιητές που τρέμουνε τις νύχτες στα κατώφλια
Μιλώ για τις ατέλειωτες νύχτες όταν το φως λιγοστεύει τα ξημερώματα
Για τα φορτωμένα καμιόνια και τους βηματισμούς στις υγρές πλάκες
Για τα προαύλια των φυλακών και για το δάκρυ των μελλοθανάτων.
Μα πιο πολύ μιλώ για τους ψαράδες
Π' αφήσανε τα δίχτυα τους και πήρανε τα βήματά Του
Κι όταν Αυτός κουράστηκε αυτοί δεν ξαποστάσαν
Κι όταν Αυτός τους πρόδωσε αυτοί δεν αρνηθήκαν
Κι όταν Αυτός δοξάστηκε αυτοί στρέψαν τα μάτια
Κι οι σύντροφοι τους φτύνανε και τους σταυρώναν
Κι αυτοί, γαλήνιοι, το δρόμο παίρνουνε π' άκρη δεν έχει
Χωρίς το βλέμμα τους να σκοτεινιάσει ή να λυγίσει
Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους.


           ---                           ---                          ----
Το θέμα είναι τώρα τι λες.
Καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε.
Καλά τη φέραμε τη ζωή μας ως εδώ.
Μικροζημίες και μικροκέρδη συμψηφίζοντας.
Το θέμα είναι τώρα τι λες.

                                     (Στόχος, 1970)



Στην Μαρίνα....

1 σχόλιο:

Παγκράτι. είπε...

http://www.youtube.com/watch?v=OvhzRiBkK2w