Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012

Anna Akhmatova




Επίλογος
Ι
Κι έμαθα πώς συρρικνώνονται τα πρόσωπα
Πώς ο τρόμος ελλοχεύει κάτω από τις βλεφαρίδες
Και πώς η οδύνη γράφει με σφηνοειδείς χαρακτήρες
Τραχιές γραμμές τα μάγουλα,
Πώς κατάμαυρα ή ξανθά δαχτυλίδια τα μαλλιά
Μονομιάς καλύπτονται απ’ ασημένια σκόνη,
Και σβήνει το χαμόγελό μου στα πειθήνιά μου χείλη
Κι ο φόβος, είναι νεκρικός, θροΐζει στο σβησμένο μου γελάκι.
Και για μένα δεν προσεύχομαι μοναχά,
Αλλά για όλους, αυτούς που στάθηκαν μαζί μου στη σειρά
Στη ζέστα του Ιούλη, στο ψύχος του χειμώνα
Κάτω από τον τόσο κόκκινο, τον τοίχο, κι αθώρητο ακόμα.
ΙΙ
Και πάλι, σίμωσε της θύμησης η ώρα
Σας βλέπω, σας αισθάνομαι και σας ακούω τώρα:
Κι εκείνη που σχεδόν στο τέλος είχαν σύρει,
Κι εκείνη που ποτέ ξανά τη γη της θα πατήσει,
Κι εκείνη που είπε σείοντας τ’ ωραίο της κεφάλι:
«Το να επιστρέφω πάλι εδώ, σπίτι επιστρέφω πάλι».
Να τις φωνάξω ήθελα με τα ονόματά τους
Μα οι λίστες έχουνε χαθεί με τ’ αναφορικά τους.
Και έχω υφάνει για όλες τους μαντήλι που είν’ φαρδύ
Απ’ τις φτωχές τις λέξεις τους, που άκουσα εκεί.
Πάντα και οπουδήποτε θα τις αναθυμούμαι
Δεν πρόκειται απ’ τη μνήμη μου αυτές να ξεχαστούνε
Και αν το εξαντλημένο μου μού το φιμώσουν στόμα
Μ’ αυτό που ξεφωνίζουν εκατό λαού εκατομμύρια ακόμα
Τότε στη μνήμη τους εμέ
Παραμονή επετείου μου ίσως με θυμηθούνε
Κι αν κάποιοι αποφασίσουνε για εμένα να στήσουν
Στη χώρα αυτή μια προτομή τιμή για να μου δείξουν
Σε τέτοιο πανηγύρι συναινώ
Μα βάζω όρο αυτόν εδώ - να στέκει
Οχι στη Μαύρη Θάλασσα π’ αντίκρισα το φως-
Γι’ αυτή κάθε συναίσθημα χαμένο εντελώς,
Ούτε στους κήπους του τσάρου, στην απόμακρη γωνιά
Εκεί που με γυρεύει μια πένθιμη σκιά,
Αλλά εδώ, εδώ που στάθηκα τριακόσιες ώρες
Μα δεν ξεκλείδωσαν για μένα ποτέ οι βαριές οι πόρτες.
Γιατί ακόμα και στον μακάριο θάνατο θέλω για πάντα να μείνει
Ο ορυμαγδός από τις κλούβες της αστυνομίας μες στη μνήμη
Απ’ το σφράγισμα της πόρτας, ο κρότος, το μπουμπουνητό
Και το σαν πληγωμένου ζώου της γριάς γυναίκας, το ουρλιαχτό.
Κι από τ’ ασάλευτα, τα χάλκινα, τα τσίνορα μου,
Ας κυλούν σαν χιόνι που λιώνει τα δάκρυα μου
Κι ας γουργουρίζει ένα περιστέρι της φυλακής πέρα μακριά,
Και ας ταξιδεύουν τα πλοία στον Νέβα βουβά.
Μάρτιος 1940



To τραγούδι της τελευταίας συνάντησης
Στο στήθος ένα σφίξιμο
το βήμα χάνω, πάω βιαστική
από την αγωνία, την λαχτάρα, φόρεσα
το γάντι το αριστερό, στο χέρι το δεξί.
Τόσα σκαλιά ν’ ανέβω, αδύνατον.
Μα, είναι τρία, χρυσή μου.
Ηχος γλυκός σαλεύει μες στα δέντρα
και το φθινόπωρο μου λέει “Πέθανε μαζί μου”.
Η τύχη μου παντοτινά ασταθής
άχαρη, σαν εσένα. Είμαι απελπισμένη.
Λύση καμιά δεν βλέπω, ω! ακριβέ.
Πεθαίνω εγκαταλειμμένη.
Tο βλέμμα στρέφω, να το σπίτι μας κι η κάμαρα
κεχριμπαρένια καίνε τα κεριά
της τελευταίας μας συνάντησης το σμίξιμο
και η φωνή σου μες στ΄ αυτιά μου ακόμα τραγουδά».

Σαν άσπρη πέτρα μέσα στο πηγάδι,
μια ανάμνηση εντός μου επιμένει.
Ούτε μπορώ ούτε θέλω να τη διώξω:
είναι χαρούμενη μαζί και λυπημένη
Μου φαίνεται πως θα τη δει αμέσως
όποιος βαθιά στα μάτια με κοιτάξει.
Και θ’ απομακρυνθεί συλλογισμένος
σαν για μια θλιβερή ν’ άκουσε πράξη.
Ξέρω πως οι θεοί μεταμορφώναν
ανθρώπους σ’ αντικείμενα μ’ αισθήσεις
ώστε να ζουν παντοτινά οι εξαίσιες θλίψεις.
Ως η ανάμνησή μου εσύ θα ζήσεις


μεταφράσεις ποιημάτων απο 
Άρη Αλεξάνδρου και Γιώργου Τσακνιά

Δεν υπάρχουν σχόλια: